λεπυριωδης

λεπυριωδης
    λεπυριώδης
    λεπῡρι-ώδης
    2
    состоящий из чешуек, чешуйчатый
    

τὰ λεπυριώδη Arst. — чешуйчатая оболочка


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λεπυριωδης" в других словарях:

  • λεπυριώδης — λεπυριώδης, ῶδες (Α) [λεπύριον] λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια …   Dictionary of Greek

  • λεπυριώδης — λεπῡριώδης , λεπυριώδης like husks masc/fem acc pl (attic epic doric) λεπῡριώδης , λεπυριώδης like husks masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λεπῡριώδης , λεπυριώδης like husks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπυριώδη — λεπῡριώδη , λεπυριώδης like husks neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπῡριώδη , λεπυριώδης like husks masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπῡριώδη , λεπυριώδης like husks masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπυριώδεις — λεπῡριώδεις , λεπυριώδης like husks masc/fem acc pl λεπῡριώδεις , λεπυριώδης like husks masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»